απόσυρση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόσυρση | οι | αποσύρσεις |
γενική | της | απόσυρσης* | των | αποσύρσεων |
αιτιατική | την | απόσυρση | τις | αποσύρσεις |
κλητική | απόσυρση | αποσύρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσύρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόσυρση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αποσύρω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόσυρση