απόπαιδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απόπαιδο | τα | απόπαιδα |
γενική | του | απόπαιδου | των | απόπαιδων |
αιτιατική | το | απόπαιδο | τα | απόπαιδα |
κλητική | απόπαιδο | απόπαιδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόπαιδο ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αποπαίδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόπαιδο
|