απόλυτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απόλυτο | τα | απόλυτα |
γενική | του | απόλυτου & απολύτου |
των | απόλυτων & απολύτων |
αιτιατική | το | απόλυτο | τα | απόλυτα |
κλητική | απόλυτο | απόλυτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόλυτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απόλυτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόλυτο ουδέτερο
- (λόγιο) η απολυτότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόλυτο
|
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόλυτο ουδέτερο