Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόλαμπρα < απο- + Λαμπρή +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.lam.bɾa/

  Επίρρημα επεξεργασία

απόλαμπρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία