απόκρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόκρια | οι | απόκριες |
γενική | της | απόκριας | των | αποκριών |
αιτιατική | την | απόκρια | τις | απόκριες |
κλητική | απόκρια | απόκριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόκρια θηλυκό (& αποκριά)
- → δείτε τη λέξη αποκριά