Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόγειος η απόγεια το απόγειο
      γενική του απόγειου της απόγειας του απόγειου
    αιτιατική τον απόγειο την απόγεια το απόγειο
     κλητική απόγειε απόγεια απόγειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόγειοι οι απόγειες τα απόγεια
      γενική των απόγειων των απόγειων των απόγειων
    αιτιατική τους απόγειους τις απόγειες τα απόγεια
     κλητική απόγειοι απόγειες απόγεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόγειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόγειος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.ʝi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐γει‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

απόγειος, -α, -ο (θηλυκό και απόγειος)

  1. για άνεμο που έρχεται από την ξηρά
    απόγειος αύρα και απόγεια αύρα

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία