Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απροσκλήτως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπροσκλήτως < αρχαία ελληνική ἀπρόσκλητος

  Επίρρημα επεξεργασία

απροσκλήτως

  Πηγές επεξεργασία