απροσδόκητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απροσδόκητα < απροσδόκητ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
απροσδόκητα
- ανέλπιστα
- ξαφνικά
- ※ Στην Κατοχή αρρώστησε η μάνα μας και τη χάσαμε απροσδόκητα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
απροσδόκητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απροσδόκητος