αποφράξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποφράξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποφράσσω
- θα αποφράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποφράσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αποφράξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόφραξη