Δείτε επίσης: ἀποφθεγματικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφθεγματικός η αποφθεγματική το αποφθεγματικό
      γενική του αποφθεγματικού της αποφθεγματικής του αποφθεγματικού
    αιτιατική τον αποφθεγματικό την αποφθεγματική το αποφθεγματικό
     κλητική αποφθεγματικέ αποφθεγματική αποφθεγματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφθεγματικοί οι αποφθεγματικές τα αποφθεγματικά
      γενική των αποφθεγματικών των αποφθεγματικών των αποφθεγματικών
    αιτιατική τους αποφθεγματικούς τις αποφθεγματικές τα αποφθεγματικά
     κλητική αποφθεγματικοί αποφθεγματικές αποφθεγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφθεγματικός < (ελληνιστική κοινήἀποφθεγματικός

  Επίθετο επεξεργασία

αποφθεγματικός, -ή, -ό

  1. που μιλά με αποφθέγματα
     συνώνυμα: αφοριστικός
  2. (κατ’ επέκταση) λακωνικός, λιγόλογος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία