αποφασίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποφασίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποφασίζω
- θα αποφασίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποφασίζω
αποφασίσουν