Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η απουσιολόγος οι απουσιολόγοι
      γενική του/της απουσιολόγου των απουσιολόγων
    αιτιατική τον/την απουσιολόγο τους/τις απουσιολόγους
     κλητική απουσιολόγε απουσιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απουσιολόγος < απουσί(α) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απουσιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • μαθητής που του έχουν αναθέσει να καταγράφει τους συμμαθητές του που απουσιάζουν

Σημειώσεις επεξεργασία

  • εθιμικά ο απουσιολόγος είναι ο καλύτερος μαθητής του προηγούμενου έτους οπότε αναφέρεται ταυτόχρονα και στον καλύτερο μαθητή

  Μεταφράσεις επεξεργασία