αποτρελαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αποτρελαίνω (παθητική φωνή: αποτρελαίνομαι)
- τρελαίνω τελείως
- (μεταφορικά) ενοχλώ κάποιον πολύ και τον εκνευρίζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αποτρελαμένος
- → δείτε τις λέξεις από και τρελός
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτρελαίνω | αποτρέλαινα | θα αποτρελαίνω | να αποτρελαίνω | αποτρελαίνοντας | |
β' ενικ. | αποτρελαίνεις | αποτρέλαινες | θα αποτρελαίνεις | να αποτρελαίνεις | αποτρέλαινε | |
γ' ενικ. | αποτρελαίνει | αποτρέλαινε | θα αποτρελαίνει | να αποτρελαίνει | ||
α' πληθ. | αποτρελαίνουμε | αποτρελαίναμε | θα αποτρελαίνουμε | να αποτρελαίνουμε | ||
β' πληθ. | αποτρελαίνετε | αποτρελαίνατε | θα αποτρελαίνετε | να αποτρελαίνετε | αποτρελαίνετε | |
γ' πληθ. | αποτρελαίνουν(ε) | αποτρέλαιναν αποτρελαίναν(ε) |
θα αποτρελαίνουν(ε) | να αποτρελαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτρέλανα | θα αποτρελάνω | να αποτρελάνω | αποτρελάνει | ||
β' ενικ. | αποτρέλανες | θα αποτρελάνεις | να αποτρελάνεις | αποτρέλανε | ||
γ' ενικ. | αποτρέλανε | θα αποτρελάνει | να αποτρελάνει | |||
α' πληθ. | αποτρελάναμε | θα αποτρελάνουμε | να αποτρελάνουμε | |||
β' πληθ. | αποτρελάνατε | θα αποτρελάνετε | να αποτρελάνετε | αποτρελάνετε | ||
γ' πληθ. | αποτρέλαναν αποτρελάναν(ε) |
θα αποτρελάνουν(ε) | να αποτρελάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτρελάνει | είχα αποτρελάνει | θα έχω αποτρελάνει | να έχω αποτρελάνει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτρελάνει | είχες αποτρελάνει | θα έχεις αποτρελάνει | να έχεις αποτρελάνει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτρελάνει | είχε αποτρελάνει | θα έχει αποτρελάνει | να έχει αποτρελάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτρελάνει | είχαμε αποτρελάνει | θα έχουμε αποτρελάνει | να έχουμε αποτρελάνει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτρελάνει | είχατε αποτρελάνει | θα έχετε αποτρελάνει | να έχετε αποτρελάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτρελάνει | είχαν αποτρελάνει | θα έχουν αποτρελάνει | να έχουν αποτρελάνει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποτρελαίνω