Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτρελαίνω < απο- + τρελαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποτρελαίνω (παθητική φωνή: αποτρελαίνομαι)

  1. τρελαίνω τελείως
  2. (μεταφορικά) ενοχλώ κάποιον πολύ και τον εκνευρίζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία