αποτείνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποτείνομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποτείνω
Ρήμα επεξεργασία
αποτείνομαι, στ.μέλλ.: θα αποταθώ, αόρ.: αποτάθηκα
- απευθύνομαι, εκφράζω σε κάποιον ερώτηση, αίτημα, παράπονο κ.λπ.
- Ναι, πραγματικά τρελάθηκα. Σκέφτομαι σε ποιον ν' αποταθώ. Στην Αστυνομία; Σε κανένα σύλλογο; (Μαρία Ιορδανίδου, Η αυλή μας)
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτείνομαι | αποτεινόμουν(α) | θα αποτείνομαι | να αποτείνομαι | αποτεινόμενος | |
β' ενικ. | αποτείνεσαι | αποτεινόσουν(α) | θα αποτείνεσαι | να αποτείνεσαι | αποτείνου | |
γ' ενικ. | αποτείνεται | αποτεινόταν(ε) | θα αποτείνεται | να αποτείνεται | ||
α' πληθ. | αποτεινόμαστε | αποτεινόμαστε αποτεινόμασταν |
θα αποτεινόμαστε | να αποτεινόμαστε | ||
β' πληθ. | αποτείνεστε | αποτεινόσαστε αποτεινόσασταν |
θα αποτείνεστε | να αποτείνεστε | αποτείνεστε | |
γ' πληθ. | αποτείνονται | αποτείνονταν αποτεινόντουσαν |
θα αποτείνονται | να αποτείνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτάθηκα | θα αποταθώ | να αποταθώ | αποταθεί | ||
β' ενικ. | αποτάθηκες | θα αποταθείς | να αποταθείς | αποτάσου | ||
γ' ενικ. | αποτάθηκε | θα αποταθεί | να αποταθεί | |||
α' πληθ. | αποταθήκαμε | θα αποταθούμε | να αποταθούμε | |||
β' πληθ. | αποταθήκατε | θα αποταθείτε | να αποταθείτε | αποταθείτε | ||
γ' πληθ. | αποτάθηκαν αποταθήκαν(ε) |
θα αποταθούν(ε) | να αποταθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποταθεί | είχα αποταθεί | θα έχω αποταθεί | να έχω αποταθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αποταθεί | είχες αποταθεί | θα έχεις αποταθεί | να έχεις αποταθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποταθεί | είχε αποταθεί | θα έχει αποταθεί | να έχει αποταθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποταθεί | είχαμε αποταθεί | θα έχουμε αποταθεί | να έχουμε αποταθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποταθεί | είχατε αποταθεί | θα έχετε αποταθεί | να έχετε αποταθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποταθεί | είχαν αποταθεί | θα έχουν αποταθεί | να έχουν αποταθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποτείνομαι
|