Δείτε επίσης: ἀποτίνω, αποτιμώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτίνω < συμφυρμός των αρχαίων ρημάτων ἀποτίνω (ξεπληρώνω) < ἀπό + τίνω (πληρώνω τίμημα) & τίω (τιμώ, υπολογίζω την αξία) που δεν είναι ετυμολογικά συγγενές. .[1]
Η σύγχυση των δύο ρημάτων τίνω και τίω, από την αρχαιότητα έως και σήμερα, καθώς ο μέλλοντας τίσω και ο αόριστος ἔτισα συνέπιπταν.
Η μορφή αποτίω είναι πολύ συνηθισμένη, σε σχέση με το ετυμολογικά ακριβέστερο αποτίνω. [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈti.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐τί‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αποτίνω, πρτ.: απέτινα, στ.μέλλ.: θα αποτίσω, αόρ.: απέτισα & αποτίω (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αποτίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.