Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποστειρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστειρώνω
  2. θα αποστειρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστειρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποστειρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποστείρωση