Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποστειρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποστειρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστειρώνω
  3. θα αποστειρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστειρώνω