αποστειρώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποστειρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποστειρώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστειρώνω
- θα αποστειρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστειρώνω