Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποστάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσταίνω
  2. θα αποστάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσταίνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποστάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόσταση