απορροφώμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.ɾoˈfo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πορ‐ρο‐φώ‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
απορροφώμαι
- παθητική φωνή του ρήματος απορροφώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
- απορροφούμαι (σπάνιο)
απορροφώμαι