Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπροσθαλάσσωση οι αποπροσθαλασσώσεις
      γενική της αποπροσθαλάσσωσης* των αποπροσθαλασσώσεων
    αιτιατική την αποπροσθαλάσσωση τις αποπροσθαλασσώσεις
     κλητική αποπροσθαλάσσωση αποπροσθαλασσώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπροσθαλασσώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπροσθαλάσσωση < απο-(θαλάσσωση) + προσθαλάσσωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποπροσθαλάσσωση θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ο όρος χρησιμοποιείται ομοίως και σε λίμνες, ή ποτάμια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία