Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπνικτικώς < αποπνικτικός + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

αποπνικτικώς θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία