Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποπερατώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπερατώνω
  2. θα αποπερατώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπερατώνω