Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποπατήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπατώ
  2. θα αποπατήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπατώ