Δείτε επίσης: αποξηλώνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποξυλώνω < απο- + ξυλώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποξυλώνω (παθητική φωνή: αποξυλώνομαι)

  1. παγώνω, ξυλιάζω, αποξυλιάζω
  2. (μέσο) αποξυλώνομαι
    1. πεθαίνω
    2. εκπλήσσομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία