Ετυμολογία

επεξεργασία
απονιτρώνω < από + νίτρο + -ώνω

απονιτρώνω

  • επιχειρώ απονίτρωση, μειώνω, ή αφαιρώ νιτρικά άλατα ή νιτρώδη από κάποια ουσία ή ευρύτερο χώρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία