Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομαγνητοφώνηση οι απομαγνητοφωνήσεις
      γενική της απομαγνητοφώνησης των απομαγνητοφωνήσεων
    αιτιατική την απομαγνητοφώνηση τις απομαγνητοφωνήσεις
     κλητική απομαγνητοφώνηση απομαγνητοφωνήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομαγνητοφώνηση < απομαγνητοφωνώ, απομαγνητοφώνη(σα) + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απομαγνητοφώνηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία