απολογηθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπολογηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απολογούμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολογούμαι
- θα απολογηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολογούμαι