απολεπίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απολεπίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολεπίζω
- θα απολεπίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολεπίζω
απολεπίσουν