Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απολεπίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολεπίζω
  2. θα απολεπίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολεπίζω