απολειφαδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απολειφαδάκι | τα | απολειφαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | απολειφαδάκι | τα | απολειφαδάκια |
κλητική | απολειφαδάκι | απολειφαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολειφαδάκι < απολειφάδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < απο- + αλείφω + -άδι
Ουσιαστικό επεξεργασία
απολειφαδάκι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις απολειφάδι, από και αλείφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολειφαδάκι
|