Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απολαύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολαμβάνω
  2. θα απολαύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολαμβάνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

απολαύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόλαυση