απολαύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απολαύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απολαμβάνω
- θα απολαύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απολαμβάνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
απολαύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόλαυση