Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκωδικοποιώ < από + κωδικοποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική decode)

  Ρήμα επεξεργασία

αποκωδικοποιώ (παθητική φωνή: αποκωδικοποιούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία