Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκρυπτογράφηση οι αποκρυπτογραφήσεις
      γενική της αποκρυπτογράφησης* των αποκρυπτογραφήσεων
    αιτιατική την αποκρυπτογράφηση τις αποκρυπτογραφήσεις
     κλητική αποκρυπτογράφηση αποκρυπτογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκρυπτογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκρυπτογράφηση < αποκρυπτογραφώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκρυπτογράφηση θηλυκό

  1. η μετατροπή ενός κειμένου από μορφή μη κατανοητή ώστε να γίνει αντιληπτό
    η αποκρυπτογράφηση των αιγυπτιακών ιερογλυφικών στη Στήλη της Ροζέττας πραγματοποιήθηκε από τον Σαμπολιόν το 1824
  2. (μεταφορικά) η κατανόηση μιας πληροφορίας από δυσνόητη πηγή
    η γραφή μου είναι τόσο δυσανάγνωστη που μερικές φορές θέλει αρκετό χρόνο η αποκρυπτογράφησή της
  3. (πληροφορική) το διάβασμα ενός κρυπτογραφημένου μηνύματος με χρήση του αλγορίθμου κρυπτογράφησης και του κατάλληλου κλειδιού


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία