αποκομματικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκομματικοποίηση | οι | αποκομματικοποιήσεις |
γενική | της | αποκομματικοποίησης* | των | αποκομματικοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποκομματικοποίηση | τις | αποκομματικοποιήσεις |
κλητική | αποκομματικοποίηση | αποκομματικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκομματικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκομματικοποίηση < απο- + κομματικοποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκομματικοποίηση θηλυκό
- η απεμπλοκή από την κομματικοποίηση και οι προσπάθειες περιορισμού της
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκομματικοποίηση
|