Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκαρδιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαρδιώνω
  2. θα αποκαρδιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαρδιώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποκαρδιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαρδίωση