Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποκαθηλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαθηλώνω
  2. θα αποκαθηλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαθηλώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αποκαθηλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαθήλωση