αποκάνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκάνω < μεσαιωνική ελληνική αποκάνω < αρχαία ελληνική ἀποκάμνω
Ρήμα επεξεργασία
αποκάνω
- κουράζομαι
- ※ Όλοι τους έχουν αποκάμει πια καθώς τους μαστιγώνει αλύπητα ο ήλιος και μόνο ο Ζούμπελος αδιαφορεί. (Σωτήρης Πατατζής Κάιζερ! Κάιζερ! [διήγημα])
- (λαϊκότροπο) ολοκληρώνω κάτι