αποκάμουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκάμουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκάμνω
- θα αποκάμουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκάμνω
αποκάμουμε