Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποικίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποικίζω
  2. θα αποικίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποικίζω