Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποικίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αποικίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποικίζω
  3. θα αποικίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποικίζω