αποθησαυρίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποθησαυρίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποθησαυρίζω
- θα αποθησαυρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποθησαυρίζω