αποθαμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αποθαμός | οι | αποθαμοί |
γενική | του | αποθαμού | των | αποθαμών |
αιτιατική | τον | αποθαμό | τους | αποθαμούς |
κλητική | αποθαμέ | αποθαμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποθαμός < μεσαιωνική ελληνική αποθαμός < αποθαίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποθαμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό) ο θάνατος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποθαμός
|