Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποθαλασσιά οι αποθαλασσιές
      γενική της αποθαλασσιάς των αποθαλασσιών
    αιτιατική την αποθαλασσιά τις αποθαλασσιές
     κλητική αποθαλασσιά αποθαλασσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθαλασσιά < μεσαιωνική ελληνική ἀποθαλασσία < ἀπό + αρχαία ελληνική θάλασσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποθαλασσιά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία