Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδοκιμάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποδοκιμάζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποδοκιμάζομαι

→ δείτε τη λέξη αποδοκιμάζω