αποδεχτούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αποδεχτούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδέχομαι
- θα αποδεχτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδέχομαι
αποδεχτούν