αποδήμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδήμηση | οι | αποδημήσεις |
γενική | της | αποδήμησης* | των | αποδημήσεων |
αιτιατική | την | αποδήμηση | τις | αποδημήσεις |
κλητική | αποδήμηση | αποδημήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδημήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδήμηση < (ελληνιστική κοινή) ἀποδήμησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποδήμηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδήμηση
|