Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποδέχτης οι αποδέχτες
      γενική του αποδέχτη των αποδεχτών
    αιτιατική τον αποδέχτη τους αποδέχτες
     κλητική αποδέχτη αποδέχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδέχτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποδέχτης αρσενικό

  1. ο αποδέκτης, ο παραλήπτης
    αποδέχτης του δικαιώματος αναφοράς κατά το άρθρο 10 Σ. είναι το κράτος και κάθε ΝΠΔΔ

  Μεταφράσεις επεξεργασία