Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απογοητεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος απογοητεύω
  2. θα απογοητεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογοητεύω
  3. να απογοητεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογοητεύω