Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απογοήτευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος απογοητεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος απογοητεύω