απογειώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
απογειώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απογειώνω
- θα απογειώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απογειώνω
απογειώσουμε