Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απογείωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος απογειώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος απογειώνω